Am andern Tag war die Hochzeit. Während der Trauung hörte man die Braut weinen, es schien, als ahne sie ihr trauriges Schicksal voraus, während der Bräutigam, Herr Peter Salomon Curius, selbstbewußt und höhnisch lächelnd um sich blickte. Die Sache war die, daß es kein Geschöpf auf Gottes Erdboden gab, dem er sich nicht überlegen gefühlt hätte.
Als das Hochzeitsmahl zu Ende war, wurde Engelhart mit den andern Kindern ins Freie geschickt. Es war ein lieblicher Garten hinter dem Haus, voll Apfel- und Kirschenbäumen. In dem dumpfen Trieb aufzufallen, sonderte sich Engelhart von der Gesellschaft ab und schritt in einer den Erwachsenen abgelauschten Gangart in der Tiefe des Gartens hin und her. Was ihm unbewußt dabei vorgeschwebt hatte, geschah; die jüngste Cousine folgte ihm, stellte sich ihm gegenüber und blitzte ihn mit dunkeln Augen schweigend an. Nach einer Weile fragte Engelhart um ihren Namen, den er wohl schon einige Male gehört, aber nicht eigentlich begriffen hatte. Sie hieß Esmeralda, nach der Frau des Onkels Michael in Wien, und man rief sie Esmee. Dieser Umstand erweckte von neuem Engelharts prickelnde Eifersucht, und er fing an, prahlerische Reden zu führen. Der Lügengeist kam über ihn, zum Schluß stand er seinem wahnvollen Gerede machtlos gegenüber, und Esmee, die ihn verwundert angestarrt hatte, lief spöttisch lachend davon.
Um diese Zeit faßten seine Eltern den Beschluß, ihn, obwohl er zum pflichtmäßigen Schulbesuch noch ein Jahr Zeit hatte, in eine Vorbereitungsklasse zu schicken, die ein alter Lehrer namens Herschkamm leitete. Herr Ratgeber, der große Stücke auf Engelharts Begabung hielt und große Erwartungen von seiner Zukunft hegte, war ungeduldig, ihn in den Kreis des Lebens eintreten, von der Quelle des Wissens trinken zu sehen. Er dachte an seine eigne entbehrungs- und mühevolle Jugend. Noch in den ersten Jahren seiner Ehe liebte er gehaltvolle Gespräche und gute Bücher und bewahrte eine schwärmerische Achtung für alles, was ihm geistig versagt und durch äußerliche Umstände vorenthalten blieb. | Την επομένη ήταν ο γάμος. Κατά την γαμήλια τελετή ακούσανε την νύφη να κλαίει, φαινόταν σαν να ανέμενε την θλιβερή της μοίρα, ενώ ο γαμπρός, ο κύριος Πέτερ Ζάλομον Κούριους, κοίταζε τριγύρω του γεμάτος αυτοπεποίθηση και γελώντας σαρκαστικά. Το θέμα ήταν πως δεν υπήρχε πλάσμα στον κόσμο του Θεού, του οποίου δεν ένιωθε ανώτερος. Καθώς το γαμήλιο δείπνο όδευε προς το τέλος του, ο Ένγκελχαρτ στάλθηκε έξω, μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Υπήρχε ένας υπέροχος κήπος πίσω από το σπίτι, γεμάτος μηλιές και κερασιές. Ο Ένγκελχαρτ, με μια ακαθόριστη παρόρμηση να τραβήξει την προσοχή, απομακρύνθηκε από την παρέα και, με έναν διασκελισμό όπως των μεγάλων, περπατούσε πέρα δώθε στο βάθος του κήπου. Συνέβη τότε αυτό που ασυνείδητα είχε στον νου του· η μικρότερη ξαδελφή τον ακολοούθησε, στάθηκε απέναντί του και τον κοίταξε σιωπηλά με τα σκούρα της μάτια. Μετά από λίγο, ο Ένγκελχαρτ ρώτησε το όνομά της, μιας και το είχε μεν πιθανώς ακούσει μερικές φορές, αλλά δεν το είχε συγκρατήσει ακριβώς. Ονομαζόταν Εζμεράλντα, όπως η γυναίκα του θείου Μίχαελ στην Βιέννη, και την φωνάζαν Εζμέ. Το γεγονός αυτό προκάλεσε εκ νέου ένα μυρμήγκιασμα ζήλειας στον Ένγκελχαρτ, και άρχισε τα καυχησιάρικα λόγια του. Το πνεύμα του ψεύδους τον κατέλαβε, εν τέλει ήταν αδύναμος να συνεχίσει το παραλήρημά του, και η Εζμέ που τον κοιτούσε έκπληκτη, έφυγε γελώντας κοροϊδευτικά. Εκείνον περίπου τον καιρό, οι γονείς του έλαβαν την απόφαση, αν και είχε ακόμα έναν χρόνο μέχρι να αρχίσει τις υποχρεωτικές παρακολουθήσεις στο σχολείο, να τον στείλουν σε μια προπαρασκευαστική τάξη, που διήυθυνε ένας ηληκιωμένος δάσκαλος ονόματι Χέρσκαμ. Ο κύριος Σύμβουλος, ο οποίος είχε σε μεγάλη εκτίμηση τα προσόντα του Ένγκελχαρτ και έτρεφε μεγάλες προσδοκίες για το μέλλον του, ανυπομονούσε να τον εντάξει στον κύκλο της ζωής, να τον δει να πίνει από την πηγή της γνώσης. Σκέφτηκε την στερημένη και κοπιαστική νιότη του. Ακόμα και στα πρώτα χρόνια του γάμου του απολάμβανε ουσιαστικές συζητήσεις και καλά βιβλία, και διατηρούσε έναν διάχυτο σεβασμό προς όλα όσα είχε πνευματικά στερηθεί, λόγω εξωτερικών συνθηκών. |