Au jour fixé, l'appartement du comte Ulric de Rouvres était préparé. Ulric y donna rendez-vous pour le soir même à trois des plus célèbres médecins de Paris. Puis il courut chercher Rosette.
Elle venait de mourir depuis une heure. Ulric revint à son nouveau logement, où il trouva son ancien ami Tristan, qu'il avait fait appeler, et qui l'attendait avec les trois médecins.
—Vous pouvez vous retirer, messieurs, dit Ulric à ceux-ci. La personne pour laquelle je désirais vous consulter n'existe plus.
Tristan, resté seul avec le comte Ulric, n'essaya pas de calmer sa douleur, mais il s'y associa fraternellement. Ce fut lui qui dirigea les splendides obsèques qu'on fit à Rosette, au grand étonnement de tout l'hôpital. Il racheta les objets que la jeune fille avait emportés avec elle, et qui, après sa mort, étaient devenus la propriété de l'administration. Parmi ces objets se trouvait la petite robe bleue, la seule qui restât à la pauvre défunte. Par ses soins aussi, l'ancien mobilier d'Ulric, quand il demeurait avec Rosette, fut transporté dans une pièce de son nouvel appartement.
Ce fut peu de jours après qu'Ulric, décidé à mourir, partait pour l'Angleterre.
Tels étaient les antécédents de ce personnage au moment où il entrait dans les salons du café de Foy.
L'arrivée d'Ulric causa un grand mouvement dans l'assemblée. Les hommes se levèrent et lui adressèrent le salut courtois des gens du monde. Quant aux femmes, elles tinrent effrontément pendant cinq minutes le comte de Rouvres presque embarrassé sous la batterie de leurs regards, curieux jusqu'à l'indiscrétion.
—Allons, mon cher trépassé, dit Tristan en faisant asseoir Ulric à la place qui lui avait été réservée auprès de Fanny, signalez par un toast votre rentrée dans le monde des vivants. Madame, ajouta Tristan en désignant Fanny, immobile sous son masque, madame vous fera raison. Et vous, dit-il tout bas à l'oreille de la jeune femme, n'oubliez pas ce que je vous ai recommandé.
Ulric prit un grand verre rempli jusqu'au bord et s'écria:
—Je bois....
—N'oubliez pas que les toasts politiques sont interdits, lui cria Tristan.
—Je bois à la Mort, dit Ulric en portant le verre à ses lèvres, après avoir salué sa voisine masquée.
—Et moi, répondit Fanny en buvant à son tour... je bois à la jeunesse, à l'amour. Et comme un éclair qui déchire un nuage, un sourire de flamme s'alluma sous son masque de velours. | Την προγραμματισμένη μέρα, το διαμέρισμα του κόμη Ουλρίκ ντε Ρουβρ ήταν έτοιμο. Ο Ουλρίκ έκλεισε ραντεβού για την ίδια μέρα με τρεις από τους πιο διάσημους γιατρούς του Παρισιού. Έπειτα έτρεξε να αναζητήσει τη Ροζέτ. Είχε εκπνεύσει μόλις πριν από μία ώρα. Ο Ουλρίκ επέστρεψε στο καινούριο του κατάλυμα, όπου βρήκε τον παλιό του φίλο Τριστάν, τον οποίο είχε καλέσει, και ο οποίος τον περίμενε μαζί με τους τρεις γιατρούς. - Μπορείτε να αποσυρθείτε, κύριοι, τους είπε ο Ουλρίκ. Το άτομο για το οποίο επιθυμούσα να σας συμβουλευτώ δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή. Ο Τριστάν, μένοντας μόνος με τον κόμη Ουλρίκ, δεν προσπάθησε να του απαλύνει τον πόνο, αλλά του πρόσφερε αδερφική συμπαράσταση. Ο ίδιος μάλιστα ανέλαβε τη μεγαλοπρεπή οργάνωση της κηδείας που ταίριαζε στη Ροζέτ, προς μεγάλη έκπληξη όλου του νοσοκομείου. Αγόρασε εκ νέου τα αντικείμενα που είχε φέρει μαζί της η νεαρή κοπέλα, και τα οποία, μετά το θάνατο της, περιήλθαν στην κυριότητα της διοίκησης. Ανάμεσα στα εν λόγω αντικείμενα ήταν η μικρή μπλε ρόμπα της, η μόνη που απέμεινε στην καημένη τη θανούσα. Επίσης με δική του μέριμνα, τα παλιά έπιπλα του Ουλρίκ, από τότε που ζούσε με τη Ροζέτ, μεταφέρθηκαν σε ένα δωμάτιο του καινούριου του διαμερίσματός. Αυτά έγιναν μερικές μέρες αφότου ο Ουλρίκ, αποφασισμένος να πεθάνει, αναχωρούσε για Αγγλία. Αυτό ήταν το ιστορικό του ήρωα τη στιγμή που έμπαινε στην καφετέρια Foy. Η άφιξη του Ουλρίκ προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στη συνάθροιση. Οι άνδρες σηκώθηκαν και του απηύθυναν έναν αβρό χαιρετισμό αντάξιο ανθρώπων της υψηλής κοινωνίας. Όσο για τις γυναίκες, με απροκάλυπτη ξεδιαντροπιά και επί πέντε ολόκληρα λεπτά προκάλεσαν αμηχανία στον κόμη ντε Ρουβρ μαγνητίζοντάς τον με το βλέμμα τους, εκδηλώνοντας την περιέργεια τους σε σημείο αδιακρισίας. Ας προχωρήσουμε, αγαπητέ μου αποθνήσκοντα, είπε ο Τριστάν, βοηθώντας τον να καθίσει στη θέση που του είχε κρατήσει κοντά στη Φανί, σηματοδοτήστε την επιστροφή σας στον κόσμο των ζωντανών με μια πρόποση. Η κυρία, πρόσθεσε ο Τριστάν προσδιορίζοντας τη Φανί, ακίνητη κάτω από τη μάσκα της, η κυρία θα σας δικαιώσει. Και όσο για σας, είπε χαμηλόφωνα στο αυτί μιας νεαρής γυναίκας, μην ξεχνάτε αυτό που σας πρότεινα. Ο Ουλρίκ πήρε ένα ποτήρι γεμάτο μέχρι πάνω και αναφώνησε: - Πίνω… - Μην ξεχνάτε ότι οι προπόσεις πολιτικού τύπου απαγορεύονται, του φώναξε ο Τριστάν. Πίνω στην υγεία του Θανάτου,είπε ο Ουλρίκ πλησιάζοντας το ποτήρι στα χείλη του, αφού χαιρέτισε τη μασκαρεμένη γειτόνισσα του. Και όσο για μένα, απάντησε η Φανί πίνοντας με τη σειρά της… πίνω στην υγεία της νεότητας, του έρωτα. Και σαν την αστραπή που σκίζει το σύννεφο, ένα αστραπιαίο χαμόγελο σπινθήρισε κάτω από τη μάσκα της από βελούδο. |