Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
uncensored
Greek translation:
αχαλίνωτος, ακαταπίεστος
Added to glossary by
Evdoxia R. (X)
Jul 4, 2005 07:25
18 yrs ago
1 viewer *
English term
uncensored
English to Greek
Other
Psychology
Transactional Analysis Textbook
Beating furiously on a cushion, I mobilize my uncensored energy.
Proposed translations
(Greek)
3 +3 | χωρίς λογοκρισία, και πιο ελεύθερα θα έλεγα αχαλίνωτη, ελεύθερη, ασίγαστη | flipendo |
4 +1 | ακαταπίεστη | Ioannis Stavrakakis |
Proposed translations
+3
4 mins
Selected
χωρίς λογοκρισία, και πιο ελεύθερα θα έλεγα αχαλίνωτη, ελεύθερη, ασίγαστη
Αν και οι τρεις τελευταίες αποδόσεις είναι πραγματικά "ελεύθερες" και ξεφεύγουν κάπως
4 KudoZ points awarded for this answer.
Comment: "Δίνω τους πόντους στον πρώτο σε ταχύτητα. Μου αρέσουν και οι 2 εκδοχές (αχαλίνωτη + ακαταπίεστη) και επειδή έχω το uncensored πολλές φορές στο κείμενό μου, θα τις βάλω και τις δύο."
+1
6 hrs
ακαταπίεστη
αν θεωρήσουμε ότι με τη λογοκρισία καταπιέζεται
Something went wrong...