Glossary entry (derived from question below)
English term or phrase:
re-sealed order
Greek translation:
εκ νέου σφραγισμένη εντολή
Added to glossary by
daira
Mar 17, 2020 07:00
4 yrs ago
15 viewers *
English term
re-sealed order
English to Greek
Law/Patents
Law (general)
bankruptcy
re-sealed order made on 12 March 2020 sealed on 13 March 2020 with Greek translation, with previous sealed version containing Penal Notice across two pages
Proposed translations
(Greek)
4 +1 | εκ νέου σφραγισμένη εντολή | Dimitris Koptsis |
4 | επανασφραγισμένη διαταγή /επανασφραγισμένη διαταγή που έγινε στις 12 Μαρτίου 2020 σφραγισμένη στις 1 | Blerina Coka (X) |
Proposed translations
+1
4 hrs
Selected
εκ νέου σφραγισμένη εντολή
Order (law) = εντολή ή ένταλμα (εδώ θεωρώ πως ταιριάζει το πρώτο)
https://www.wordreference.com/engr/order
Ο όρος 'επανασφραγιζόμενος' (και όχι 'επανασφραγισμένος') χρησιμοποιείται συνήθως για να χαρακτηρίσει πχ μια πλαστική σακούλα. Θεωρώ πως το 'εκ νέου σφραγισμένος' είναι πιο δόκιμος όρος.
https://www.wordreference.com/engr/order
Ο όρος 'επανασφραγιζόμενος' (και όχι 'επανασφραγισμένος') χρησιμοποιείται συνήθως για να χαρακτηρίσει πχ μια πλαστική σακούλα. Θεωρώ πως το 'εκ νέου σφραγισμένος' είναι πιο δόκιμος όρος.
4 KudoZ points awarded for this answer.
3 hrs
επανασφραγισμένη διαταγή /επανασφραγισμένη διαταγή που έγινε στις 12 Μαρτίου 2020 σφραγισμένη στις 1
Το κοινό δίκαιο παρέχει το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστικά αρχεία και τις διαδικασίες. Το δικαστήριο έχει το δικαίωμα να σφραγίσει και να επανασφραγίσει εκ νέου τις δικαστικές διαδικασίες ή τα αρχεία, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να τηρείται η εμπιστευτικότητα της υπόθεσης. Έτσι, το δικαστήριο αποφάσισει τη σφράγιση της υπόθεσης. Δεν επιτρέπεται εξωτερική πρόσβαση. Η εκ νέου σφράγιση σημαίνει ότι δεν είναι η πρώτη φορά που σφραγίζεται αυτή η υπόθεση.
Discussion