To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Home
    • Greek
      • Poetry & Literature
        • Search
          • Term
            • δίστιχο
          • Definition(s)
            • Δίστιχο ονομάζεται ένας συνδυασμός δυο στίχων, με ομοιοκαταληξία ή χωρίς, που συνηθίζεται σε παλαιότερες μορφές ποίησης, όπως η δημοτική ποίηση, η κρητική ποίηση και οι αμανέδες. PEGAS - by Maria Pentsa
          • Example sentence(s)
            • Στην ποίηση του Στέφανου Σαχλίκη συναντάμε την πρώτη χρήση της ομοιοκαταληξίας στην νεοελληνική λογοτεχνία: κάποια ποιήματά του αποτελούνται από ενότητες τεσσάρων ή και περισσότερων ομοιοκατάληκτων στίχων, ενώ σε άλλα εμφανίζονται ενότητες ομοιοκατάληκτων διστίχων. Στον 14ο και τον 15ο αι. τα ομοιοκατάληκτα συνυπήρχαν με τα ανομοιοκατάληκτα έργα, ενώ από τον 16ο αιώνα κυριάρχησε η ομοιοκαταληξία με βασική οργανωτική μονάδα το ομοιοκατάληκτο δίστιχο. - Wikipedia by Maria Pentsa
            • Στην αρχή του αμανέ οι λέξεις αφού χωρίζονται σε φθόγγους και συλλαβές με παρατεταμένη κλιμάκωση και ποικιλία εκφώνησης, έτσι που μόλις ένα δίστιχο να χρειάζεται πέντε λεπτά της ώρας για να αποδοθεί, στη συνέχεια αρχίζει η επανάληψη πάλι του ίδιου διστίχου σε ταχύτερο ρυθμό με συνοδεία και άλλων αμανετζήδων όπου και οι λέξεις πλέον γίνονται κατανοητές. - Wikipedia by Maria Pentsa
          • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Serbian, Croatian, Albanian, Arabic, Bulgarian, Czech, Chinese, German, Dutch, English, Spanish, Persian (Farsi), Finnish, French, Hebrew, Hungarian, Italian, Macedonian, Norwegian, Polish, Portuguese, Romanian, Russian, Slovak, Swedish, Turkish, Ukrainian

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License