To see the desired glossary, please select the language and then the field of expertise.

    Startseite
    • Griechisch
      • Search
        • Term
          • νοσοκομειακή λοίμωξη
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • Λοίμωξη η οποία αποκτάται σε ένα νοσοκομείο, νοσηλευτήριο ή άλλο ίδρυμα ιατρικής περίθαλψης. Οι ασθενείς στις μονάδες εγκαυμάτων και στις χειρουργικές μονάδες εντατικής θεραπείας παρουσιάζουν τις υψηλότερες συχνότητες νοσοκομειακών λοιμώξεων. Ιατρικό Λεξικό - Νοσοκ - by Georgios Anagnostou
        • Example sentence(s)
          • Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ως νοσοκομειακή λοίμωξη θεωρούνται οι μολύνσεις που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια νοσηλείας των ασθενών στο νοσοκομείο.1 Για την πλειονότητα των νοσοκομειακών λοιμώξεων που οφείλονται σε βακτήρια, η λοίμωξη γίνεται εμφανής 48 ώρες ή περισσότερο μετά την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο. Ωστόσο, κάθε λοίμωξη, για να θεωρηθεί ως νοσοκομειακή, θα πρέπει να εξετάζεται ξεχωριστά για να διαπιστωθεί εάν συνδέεται με τη νοσηλεία του ασθενούς στο νοσοκομείο. - Pfizer by Georgios Anagnostou
          • Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων (ECDC), περίπου 6% των νοσηλευόμενων ασθενών στην Ευρώπη αναπτύσσει νοσοκομειακές λοιμώξεις (ΝΛ). Μάλιστα, την περίοδο 2011-2012 ο συνολικός αριθμός των ασθενών με νοσοκομειακές λοιμώξεις ανήλθε στα 3,2 εκατομμύρια στην Ευρώπη, γεγονός που καθιστά ξεκάθαρο πως πρόεκειται για μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας. - Το Βήμα by Georgios Anagnostou
          • Επιπολασμός Νοσοκομειακών Λοιμώξεων είναι ο αριθμός των ασθενών με νοσοκομειακή λοίμωξη στο σύνολο των νοσηλευομένων ασθενών τη δεδομένη περίοδο καταγραφής. Εκφράζει το ποσοστό των ασθενών με νοσοκομειακή λοίμωξη στο σύνολο των νοσηλευομένων ασθενών την δεδομένη περίοδο επιτήρησης. - Εφημερίδα της Κυβέρνη by Georgios Anagnostou
        • Related KudoZ question
    Compare [close]
    • Koreanisch
      • Search
        • Term
          • 병원감염
        • Additional fields of expertise
        • Definition(s)
          • 병원감염은 “병원 환경에서 얻은 감염”이란 의미의 “hospital acquired infection” 또는 그리스어원의 병원을 의미하는 “nosocomial”에서 유래한 “nosocomial infection”이라고도 한다. 경희의료원 - by Sung-Hoon Park
        • Example sentence(s)
          • 병원감염은 입원기간 연장, 의료의 질 저하, 막대한 경제적 손실 등을 초래한다고 알려져 있어 예방이 중요하 게 생각되고 있으며 2010년부터 실시되고 있는 의료 기관인증평가에서 큰 비중을 차지하는 항목으로 자리 잡고 있어 더욱 관심이 집중되고 있다. - 한국산학기술학회논문지 by Sung-Hoon Park
          • 병원감염 또는 병원내 감염(hospital infection)이란 입원 당시에 나타나지 않았던 혹은 잠복하고 있지 않았던 감염이 입원기간 중에 발생한 경우로서 통상 입원 후 48시간 이후에 발생한 감염을 말한다. - 월간의약정보 by Sung-Hoon Park
          • 이는 전반적인 병원감염의 중요성에 대한 인식으로 다수의 병원에서 병원감염에 대한 교육이 광범위하게 이루어지고 있는 것에 반해 VRE에서 기인된 병원감염의 심각성에 대한 보고는 최근에 부각되어(Broadhead et al., 2001; Korean Society for Nosocomial Infection Control, 2006) 병원감염 관리교육보다 상대적으로 VRE 감염교육 기회에 노출되었을 가능성이 적었기 때문으로 해석된다. - 기본간호학회지 by Sung-Hoon Park
        • Related KudoZ question
  • Compare this term in: Kroatisch, Arabisch, Bulgarisch, Deutsch, Niederländisch, Englisch, Spanisch, Persisch (Farsi), Französisch, Italienisch, Polnisch, Portugiesisch, Rumänisch, Russisch, Slowakisch, Slowenisch, Türkisch, Ukrainisch

The glossary compiled from Glossary-building KudoZ is made available openly under the Creative Commons "By" license (v3.0). By submitting this form, you agree to make your contribution available to others under the terms of that license.

Creative Commons License