GLOSSARY ENTRY (DERIVED FROM QUESTION BELOW) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
08:20 Jan 27, 2011 |
English to Greek translations [PRO] Tech/Engineering - Construction / Civil Engineering | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
|
| ||||||
| Selected response from: Fevos Zachopoulos Local time: 10:35 | ||||||
Grading comment
|
Summary of answers provided | ||||
---|---|---|---|---|
5 +4 | βεβαιωμένο (πιστοποιημένο) ποσό |
| ||
3 | συγκεκριμένο, συμφωνηθέν |
|
συγκεκριμένο, συμφωνηθέν Explanation: Θα ήθελα να ρωτήσω, εάν το συμβόλαιο αφορά συγκεκριμένη συμφωνία ή πρόκειται περί γενικού συμβολαίου που δεν αναφέρει ποσό. Έχω την εντύπωση ότι πρόκειται για συγκεκριμένο συμβόλαιο ο όρος θα μπορούσε να μεταφραστεί με "συγκεκριμένο", εάν το ποσό έχει συμφωνηθεί με "συμφωνηθέν". Δεν αποτελεί ακριβή μετάφραση αλλά πιο ελεύθερη. |
| ||
Notes to answerer
| |||
Login to enter a peer comment (or grade) |
βεβαιωμένο (πιστοποιημένο) ποσό Explanation: Όταν οι πληρωμές είναι σταδιακές, προκειμένου να καταβληθεί το ποσό για ένα συγκεκριμένο στάδιο, θα πρέπει πρώτα να βεβαιωθεί ότι οι εργασίες που περιλαμβάνονται έχουν αποπερατωθεί με τρόπο ικανοποιητικό για την Αναθέτουσα Αρχή/Κύριο του Έργου. Μετά από την επιθεώρηση και αποδοχή των εργασιών, το ποσό που αντιστοιχεί σε αυτές, λέγεται βεβαιωμένο. |
| |
Grading comment
| ||